ὑπεγκλίνω

ὑπεγκλίνω
ὑπεγκλίνω [ῑ],
A turn a little or gradually,

οἰήϊον Orph.A.1205

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεγκλίνω — Α στρέφω κάτι λίγο ή βαθμιαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐγκλίνω «κλίνω προς τα μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”